- παγοδρομώ
- -έωολισθαίνω, γλιστρώ με κατάλληλα πέδιλα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια, συμμετέχω σε παγοδρομίες, πατινάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -δρομώ (< δρόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.